ἐπιφυλλόκαρπος

From LSJ
Revision as of 09:55, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 94
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιφυλλόκαρπος Medium diacritics: ἐπιφυλλόκαρπος Low diacritics: επιφυλλόκαρπος Capitals: ΕΠΙΦΥΛΛΟΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: epiphyllókarpos Transliteration B: epiphyllokarpos Transliteration C: epifyllokarpos Beta Code: e)pifullo/karpos

English (LSJ)

ον, A with fruit upon the leaves, Thphr.HP1.10.8, 3.17.4.

German (Pape)

[Seite 1001] an den Blättern die Frucht tragend, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιφυλλόκαρπος: -ον, ἔχων καρποὺς ἐπὶ τῶν φύλλων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 8.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐπιφυλλόκαρπος, -ον)
(για φυτά) αυτός που οι καρποί του φυτρώνουν πάνω στα φύλλα («καὶ ἔνια καρποφόρα, μεταξὺ περιειληφότα τὸν καρπόν, ὥσπερ ἡ ἀλεξανδρεία δάφνη, ἐπιφυλλόκαρπος», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φύλλον + καρπός].