ἐσχατοκόλλιον

From LSJ
Revision as of 10:05, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐσχᾰτοκόλλιον Medium diacritics: ἐσχατοκόλλιον Low diacritics: εσχατοκόλλιον Capitals: ΕΣΧΑΤΟΚΟΛΛΙΟΝ
Transliteration A: eschatokóllion Transliteration B: eschatokollion Transliteration C: eschatokollion Beta Code: e)sxatoko/llion

English (LSJ)

τό, A end of a papyrus roll, Mart.2.6.3 ; cf. πρωτὁκολλον.

Greek Monolingual

ἐσχατοκόλλιον και ἐσχατόκολλον, τὸ (Α)
το τελευταίο φύλλο που κολλιέται στον κύλινδρο παπύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έσχατος + θ. κόλλ- του ρ. κολλώ + κατάλ. -ιον].