ἑλικωτός

From LSJ
Revision as of 11:00, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑλῐκωτός Medium diacritics: ἑλικωτός Low diacritics: ελικωτός Capitals: ΕΛΙΚΩΤΟΣ
Transliteration A: helikōtós Transliteration B: helikōtos Transliteration C: elikotos Beta Code: e(likwto/s

English (LSJ)

ή, όν, A threaded like a screw, Orib.49.20.6.

Spanish (DGE)

-όν
que tiene rosca o que se enrosca τὸ ἑλικωτὸν μέρος de un tornillo, Orib.49.21.6.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἑλικωτός, -ή, -όν)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ελικωτό
ελικοειδές καρφί με το οποίο στερεώνονται οι σιδηροτροχιές πάνω στους ξύλινους στρωτήρες
αρχ.
ελικοειδής.