ἱππάνθρωπος
From LSJ
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
English (LSJ)
ὁ, A centaur, Gal.UP3.1, Eust.1909.53.
German (Pape)
[Seite 1257] ὁ, ein Roßmensch, Kentaur, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππάνθρωπος: ὁ, κένταυρος, Εὐστ. 1909. 53.
Greek Monolingual
ἱππάνθρωπος, ό (ΑΜ)
ο κένταυρος.