ὀλιβρός
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
English (LSJ)
ά, όν, A = ὀλισθηρός, Id.
German (Pape)
[Seite 319] dor. = ὀλισθηρός, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλιβρός: -ά, -όν, = ὀλισθηρός, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὀλιβρός, -ά, -όν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὀλισθηρός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας lei- / slei- «γλιστρώ» (πρβλ. ολί-σθάνω), με παρέκταση b, προθεματικό φωνήεν ὀ- και επίθημα -ρός (πρβλ. κυδ-ρός, ψυχ-ρός). Η λ. συνδέεται με αγγλοσαξ. slipor, αρχ. άνω γερμ. sleffar «ολισθηρός», αρχ. ισλδ. sleipr, καθώς και με ρηματικούς τ., όπως αρχ. άνω γερμ. slῑfan γερμ. schleifen (βλ. και λ. ολισθαίνω)].