ὀκνηρία
From LSJ
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
English (LSJ)
ἡ, A = ὄκνος, LXXEc.10.18, PMasp.158.15(vi A. D.), Gloss.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ὀκνηρία: ἡ, = ὄκνος. Γλωσσ.· ὡς καὶ νῦν, Ἑβδ. (Ἐκκλ. Ι΄, 18), συχν. παρ’ Ἐφραὶμ τῷ Σύρῳ.
Greek Monolingual
η (Α ὀκνηρία) οκνηρός
τάση για αποφυγή εργασίας και κάθε δραστηριότητας, νωθρότητα, τεμπελιά («ἀπεῑχε πάσης ἐργασίας ζῶν ἐν ὀκνηρίᾳ καὶ ἀργίᾳ»).