ὀξυήκοος
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
ον, A quick of hearing : of quick perception, keen, αἴσθησις Pl.Ti.75b ; ἰχθύες Arist.HA534a6, cf. A.D.Synt.295.23.—In codd. sts. wrongly ὀξύκοος, ὀξυκοΐα : Comp. ὀξυηκοώτερος Luc.Pr.Im.20, Porph.Abst.3.8 : Sup. ὀξυηκοώτατος prob. l. in S.E.M.9.65, for ὀξυηκούστατος.
German (Pape)
[Seite 352] scharf, sein hörend; αἴσθησις, Plat. Tim. 75 b; Sp., wie Luc. Pro imag. 20; superl. ὀξυηκούστατος, S. Emp. adv. phys. 1, 65. – S. auch ὀξύκοος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὀξυήκοος, και εσφ. γρφ. ὀξύκοος, -ον)
αυτός που έχει οξεία ακοή
αρχ.
αυτός που έχει οξεία αντίληψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -ήκοος (< ἀκούω), πρβλ. αυτ-ήκοος. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Russian (Dvoretsky)
ὀξῠήκοος: стяж. ὀξυήκους 2
1) одаренный тонким слухом (ζῷα Arst.);
2) тонко воспринимающий, тонкий (αἴσθησις Plat.).