ὀρνεοσκόπος

From LSJ
Revision as of 12:50, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρνεοσκόπος Medium diacritics: ὀρνεοσκόπος Low diacritics: ορνεοσκόπος Capitals: ΟΡΝΕΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: orneoskópos Transliteration B: orneoskopos Transliteration C: orneoskopos Beta Code: o)rneosko/pos

English (LSJ)

ον, A = ὀρνιθοσκόπος, Vett.Val.4.14, Sch.D Il.1.69, prob. l. in Paus.Dam. p.157 D.

German (Pape)

[Seite 382] = ὀρνιθοσκόπος, Schol. Il. 1, 69; VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρνεοσκόπος: -ον, = ὀρνιθοσκόπος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 69.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ὀρνεοσκόπος, Μ και ὀρνοσκόπος)
αυτός που μαντεύει το μέλλον από την παρατήρηση του πετάγματος ή της κραυγής τών πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + -σκοπος (< σκοπῶ), πρβλ. ορνιθο-σκόπος].