ὁλοήμερος

From LSJ
Revision as of 13:05, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit

Menander, Monostichoi, 235
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλοήμερος Medium diacritics: ὁλοήμερος Low diacritics: ολοήμερος Capitals: ΟΛΟΗΜΕΡΟΣ
Transliteration A: holoḗmeros Transliteration B: holoēmeros Transliteration C: oloimeros Beta Code: o(loh/meros

English (LSJ)

ον, A working the wholeday, BGU14iii 2, al.(iii A. D.). II lasting the whole day, in Adv. -ρως Tz.ad Hes.Op.566.

German (Pape)

[Seite 325] den ganzen Tag dauernd, s. Lob. Phryn. 676.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλοήμερος: -ον, ὁ διαρκῶν ὅλην τὴν ἡμέραν. - Ἐπίρρ. -ρως, Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 556.

Greek Monolingual

και ολήμερος, -η, -ο (Α ὁλοήμερος και ὁλήμερος, -ον)
1. αυτός που διαρκεί όλη μέρα
2. αδιάκοπος, συνεχής
αρχ.
αυτός που εργάζεται όλη την ημέρα («ὁλοήμεροι ποταμῑται», πάπ.).
επίρρ...
ολοήμερα (Μ ὁλοημέρως)
1. καθ' όλη τη διάρκεια της ημέρας, όλη την ημέρα
2. συνεχώς, αδιάκοπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + ἡμέρα.