ὁλόχρυσος

From LSJ
Revision as of 13:00, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων αὐτοὶ ᾄδετε → your homes are on fire and all you can do is sing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλόχρῡσος Medium diacritics: ὁλόχρυσος Low diacritics: ολόχρυσος Capitals: ΟΛΟΧΡΥΣΟΣ
Transliteration A: holóchrysos Transliteration B: holochrysos Transliteration C: olochrysos Beta Code: o(lo/xrusos

English (LSJ)

ον, A of solid gold, Antiph.224.5, Call. Iamb.1.130, Callix.2, Plu.2.852b : metaph., Phld.Rh.1.190 S.

German (Pape)

[Seite 328] ganz golden; Ath. VI, 259 d; Plut. X oratt. g. E.; Luc. Saturn. 8.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλόχρῡσος: -ον, ὁ ὅλος ἐκ χρυσοῦ, Ἀντιφάν. ἐν «Χρυσίδι» 1. 5, Πλούτ. 2. 852Β, Ἀθήν. 202Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout en or.
Étymologie: ὅλός, χρυσός.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁλόχρυσος, -ον)
κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από καθαρό χρυσό («στέφανον ὁλόχρυσον», Μαλάλ. Ι.)
νεοελλ.
μτφ. κατάξανθος («καὶ εἰς τὴν αὔραν κυματίζουν μαῡρα, ὁλόχρυσα μαλλιά», Σολωμ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁλόχρυσον
το φυτό αείζωον το μέγα.