ὑαλᾶς

From LSJ
Revision as of 13:33, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑᾰλᾶς Medium diacritics: ὑαλᾶς Low diacritics: υαλάς Capitals: ΥΑΛΑΣ
Transliteration A: hyalâs Transliteration B: hyalas Transliteration C: yalas Beta Code: u(ala=s

English (LSJ)

ᾶ, ὁ, A glass-worker, IG3.3436 (gen. οἱαλᾶ lapis). II ὑάλας perh. = γυάλας, PLond.2.402 ii 13 (ii B. C.).

Greek Monolingual

και οἱαλᾱς, -ᾱ, ὁ, Α
υαλουργός, γυαλάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος + κατάλ. -ᾶς
του καθημερινού λεξιλογίου (πρβλ. μαχαιρ-ᾶς). Η γραφή της λ. με οι- απαντά την εποχή που η δίφθογγος -οι- είχε συμπέσει στην προφορά με το -υ- /u/].