ὑαλᾶς
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
English (LSJ)
ᾶ, ὁ,
A glass-worker, IG3.3436 (gen. οἱαλᾶ lapis).
II ὑάλας perhaps = γυάλας, PLond.2.402 ii 13 (ii B. C.).
Greek Monolingual
και οἱαλᾱς, -ᾱ, ὁ, Α
υαλουργός, γυαλάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος + κατάλ. -ᾶς
του καθημερινού λεξιλογίου (πρβλ. μαχαιρᾶς). Η γραφή της λ. με οι- απαντά την εποχή που η δίφθογγος -οι- είχε συμπέσει στην προφορά με το -υ- /u/].