ὑδροχαρής

From LSJ
Revision as of 13:40, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ διαχρῆσθε → hunger is a good sauce, hunger is the best pickle, hunger is the best sauce, hunger is the best seasoning, hunger is the best spice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδροχᾰρής Medium diacritics: ὑδροχαρής Low diacritics: υδροχαρής Capitals: ΥΔΡΟΧΑΡΗΣ
Transliteration A: hydrocharḗs Transliteration B: hydrocharēs Transliteration C: ydrocharis Beta Code: u(droxarh/s

English (LSJ)

ές, A delighting in water, Eust.254.11, etc.

German (Pape)

[Seite 1174] ές, sich des Wassers freuend, gern im, am Wasser lebend, Eustath.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδροχαρής: -ές, ὁ ἀγαπῶν τὸ ὕδωρ, Εὐστ. 254· 11, κλπ.· - Ὑδρόχαρις, ὄνομα βατράχου ἐν τῇ Βατραχομυομ. 229.

Greek Monolingual

-ές / ὑδροχαρής, -ές, ΝΜ, και υδρόχαρος, -η, -ο, Ν
1. αυτός που του αρέσει το νερό
2. (για φυτά) αυτός που ευδοκιμεί στο νερό, υδρόβιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -χαρής / -χαρος (< χαίρω), πρβλ. οἰνο-χαρής].