ὑπερέπτα
From LSJ
ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events
English (LSJ)
A v. ὑπερπέτομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερέπτα: ἴδε ὑπερπέτομαι.
Greek Monotonic
ὑπερέπτα: γʹ ενικ. Ενεργ. αορ. βʹ του ὑπερπέτομαι.