ὑποκάπτω
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
A snap up, Arist.HA618a23.
German (Pape)
[Seite 1219] darunter wegschnappen, zuvor aufessen, Arist. H. A. 9, 29.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκάπτω: μέλλ. -ψω, κάπτω (χαύτω) ὑφαρπάζων τι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 29, 3.
Greek Monolingual
Α
αρπάζω κάτι κρυφά και το καταβροχθίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κάπτω «καταβροχθίζω, καταπίνω»].
Russian (Dvoretsky)
ὑποκάπτω: заглатывать, пожирать (τι Arst.).