ῥηκτικός

From LSJ
Revision as of 14:55, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥηκτικός Medium diacritics: ῥηκτικός Low diacritics: ρηκτικός Capitals: ΡΗΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: rhēktikós Transliteration B: rhēktikos Transliteration C: riktikos Beta Code: r(hktiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A apt to burst, τὸ ψυχρὸν φλεβῶν ῥηκτικόν Hp.Epid.6.3.6. 2 causing abscesses to break, Aët.15.17.

German (Pape)

[Seite 840] zum Zerreißen, Zerbrechen gehörig, geschickt, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ῥηκτικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος ἢ ἱκανὸς νὰ διαρρήξῃ, τὸ ψυχρὸν φλεβῶν ῥηκτικὸν Ἱππ. 1175Β.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ῥηκτικός, -ή, -όν, ΝΑ ῥήκτης
νεοελλ.
φρ. «ρηκτική οβίδα» ή «ρηκτικό βλήμα» — βλήμα που προορίζεται για τη διάτρηση πολύ ανθεκτικών στόχων, αλλ. ρήκτης
αρχ.
1. ο κατάλληλος ή ικανός για διάρρηξη
2. αυτός που προκαλεί ή επιφέρει διάρρηξη αποστήματος.