ταυροκαθάπτης

Revision as of 12:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ου, ὁ, A bull-leaper, CIG 2759b(add.) (Aphrodisias), OGI533.46 (Ancyra, i A.D.).

German (Pape)

[Seite 1073] ὁ, Stierreizer, der Strohmann, durch den der Stier bei den Stierhetzen gereizt u. wild gemacht wurde.

 
The Bull-Leaping Fresco from the Great Palace at Knossos, Crete

Greek (Liddell-Scott)

ταυροκᾰθάπτης: -ου, ὁ, ἀνδρείκελον χρησιμεῦον ὅπως ἐξερεθίζῃ τὸν ταῦρον κατὰ τὰς ταυρομαχίας, Συλλ. Ἐπιγρ. 2759b (προσθῆκαι), 4039. 46· - ταυροκαθάψια, τά, ταυρομαχία ἥτις ἐγίνετο κατά τινα ἑορτὴν ἐν Θεσσαλίᾳ, Böckh Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 2. 78· ἐν Σμύρνῃ, Συλλ. Ἐπιγρ. 3212· ἐν Σινώπῃ, αὐτόθι 4157. - Πρβλ. ταυρελάτης.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. ιππέας που έπαιρνε μέρος στα θεσσαλικά ταυροκαθάψια
2. είδος ανδρεικέλου που χρησίμευε για την παρόξυνση τών ταύρων κατά τις ταυρομαχίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + καθαπτής (< καθάπτω)].