καθαπτής

From LSJ

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθαπτής Medium diacritics: καθαπτής Low diacritics: καθαπτής Capitals: ΚΑΘΑΠΤΗΣ
Transliteration A: kathaptḗs Transliteration B: kathaptēs Transliteration C: kathaptis Beta Code: kaqapth/s

English (LSJ)

καθαπτοῦ, ὁ, or καθαλμ-ή, ἡ, a kind of vase, in plural, γάστρας καὶ καθαπτάς PSI4.420.26 (iii B.C.).

Greek Monolingual

καθαπτής, ὁ ἡ καθαπτή, ἡ (Α)
πάπ. είδος αγγείου, βάζο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθ-απτός < καθάπτω «συνάπτω, συνδέω». Είδος σκεύους που έλαβε αυτή την ονομ. επειδή μεταφερόταν με λουριά δεμένα στις λαβές του].