καθαπτής
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
καθαπτοῦ, ὁ, or καθαλμ-ή, ἡ, a kind of vase, in plural, γάστρας καὶ καθαπτάς PSI4.420.26 (iii B.C.).
Greek Monolingual
καθαπτής, ὁ ἡ καθαπτή, ἡ (Α)
πάπ. είδος αγγείου, βάζο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθ-απτός < καθάπτω «συνάπτω, συνδέω». Είδος σκεύους που έλαβε αυτή την ονομ. επειδή μεταφερόταν με λουριά δεμένα στις λαβές του].