σκόρπαινα

From LSJ
Revision as of 09:25, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκόρπαινα Medium diacritics: σκόρπαινα Low diacritics: σκόρπαινα Capitals: ΣΚΟΡΠΑΙΝΑ
Transliteration A: skórpaina Transliteration B: skorpaina Transliteration C: skorpaina Beta Code: sko/rpaina

English (LSJ)

ἡ, a kind of fish, Ath.7.320f; fem. of A σκορπίος ΙΙ, acc. to Eust.1129.24.

German (Pape)

[Seite 904] ἡ, ein Fisch, von σκορπιός unterschieden, Ath. VII, 320 e.

Greek (Liddell-Scott)

σκόρπαινα: ἡ, εἶδος ἰχθύος, «σκορπιδομάννα», Ἀθήν. 320F· θηλ. τοῦ σκορπίος, κατὰ τὸν Εὐστ. 1129. 24, ἴδε Λοβεκ. Παθ. 279.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
νεοελλ.
γένος τελεόστεων ιχθύων της οικογένειας σκορπαινίδες της τάξης σκορπιονοειδείς, στο οποίο ανήκουν η σκορπίνα, ο σκορπιός κ.ά. ψάρια
αρχ.
είδος ψαριού της ίδιας οικογένειας, διαφορετικό όμως από τον σκορπιό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπιός + επίθημα -αινα (πρβλ. σκί-αινα)].