ὀρσός
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
Lacon. for ὀρθός, Ar.Lys.995. II ὀρσοί· τῶν ἀρνῶν οἱ ἔσχατοι γενόμενοι, Hsch. (Cf. ἕρση ΙΙ.)
German (Pape)
[Seite 387] = ὀρθός, lakonisch, Ar. Lys. 995.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρσός: Λακων. ἀντὶ ὀρθός, Ἀριστοφ. Λυσ. 995.
Greek Monolingual
ὀρσός, -ή, -όν (Α)
(λακων. τ.) βλ. ὀρθός.
Russian (Dvoretsky)
ὀρσός: лак. Arph. = ὀρθός.