κροκίς
From LSJ
English (LSJ)
ίδος, ἡ, A fly-trap, Silene Muscipula, Apollod. ap. Plin.HN24.167. II = κροκύς 1, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1511] ίδος, ἡ, f. L. für κροκύς.
Greek (Liddell-Scott)
κροκίς: -ίδος, ἡ, ἡμαρτημ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ κροκύς, ὃ ἴδε.