Πρασσαῖος
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
ὁ, mock-Ep. for Πρασαῖος( A = πράσινος), Leek-green, name of a frog, Batr. 252:—so Πρασσο-φάγος [φᾰ], ὁ, Leek-eater, v.l. ib. 232.
Greek (Liddell-Scott)
Πρασσαῖος: ὁ, ποιητ. ἀντὶ πρασαῖος (= πράσινος) ὁ ὡς τὸ πράσον πράσινος ὄνομα βατράχου ἐν τῇ Βατραχομ. 255· ― οὕτω Πρᾰσσο-φάγος, ον, ὁ τρώγων πράσα, αὐτόθι 229.
Greek Monotonic
Πρασσαῖος: ὁ, ποιητ. αντί πρασαῖος (= πράσινος), πράσινος, όπως το πράσο, όνομα βατράχου, σε Βατραχομ.
Russian (Dvoretsky)
Πρασσαῖος: ὁ Прассей, «Зеленый как порей» (имя лягушки) Batr.
Middle Liddell
Πρασσαῖος, ὁ, [poetic for πρασαῖος] = πράσινος
leek-green, name of a frog, Batr.