αἱμασιολογέω
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
English (LSJ)
lay walls, Theopomp.Com.73.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμασιολογέω: κτίζω τοίχους, Θεόπομπ. Κωμ. Ἄδηλ. 11.
Spanish (DGE)
(αἱμᾰσιολογέω) levantar un muro Theopomp.Com.73.