βουστασία
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
ἡ, A = βούσταθμον (ox-stall), Luc.Alex.1.
German (Pape)
[Seite 459] ἡ, dasselbe, Αὐγείου Luc. Alex. 1.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. βούσταθμον.
Étymologie: βοῦς, στατός.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): βοο- Hsch.s.u. βουστάνη
establo Luc.Alex.1, Hsch.l.c., Cat.Cod.Astr.11(2).181.
Russian (Dvoretsky)
βουστᾰσία: ἡ Luc. = βούσταθμον.