γαργάλη
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
ἡ, A = ἐρεθισμός, Erot. s.v. γαργαλισμός.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
irritación ref. al acto sexual excitación Erot.30.21, Hsch.s.uu. γαργαλισμός, γάργασις.