γεγηθότως

From LSJ
Revision as of 11:35, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεγηθότως Medium diacritics: γεγηθότως Low diacritics: γεγηθότως Capitals: ΓΕΓΗΘΟΤΩΣ
Transliteration A: gegēthótōs Transliteration B: gegēthotōs Transliteration C: gegithotos Beta Code: geghqo/tws

English (LSJ)

Adv. pf. of γηθέω, A with joy, Hld.7.5, Ph.2.295.

German (Pape)

[Seite 477] (γηθέω), stendig, Heliod. 7, 5.

Greek (Liddell-Scott)

γεγηθότως: ἐπίρρ. πρκμ. τοῦ γηθέω, μετὰ χαρᾶς, ἐν ἀγαλλιάσει, Ἡλιόδ. 7. 5, Φίλων 2. 295.

Spanish (DGE)

adv. sobre el part. perf. de γηθέω alegremente Hld.7.5.3, Ph.2.295 (var.).

Greek Monolingual

γεγηθότως επίρρ. (AM)
ευχαρίστως, μετά χαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρημα σχηματισμένο βάσει του παρακμ. γέγηθα του ρ. γηθώ «χαίρομαι, ευχαριστιέμαι»].