ες, A bright: of ground, rich, Thphr.HP6.5.4.
[Seite 474] ες, glänzend, schön, γῆ Theophr.
γανώδης: -ες, (εἶδος) λαμπρός· ἐπὶ ἐδάφους γῆς, γόνιμος, πλούσιος, Θεόφρ. Ι. Φ. 6. 5. 4.
-ες rico, fértil de la tierra, Thphr.HP 6.5.4.
γανώδης, -ες (Α) γάνος (Ι)]1. λαμπερός2. (για έδαφος) γόνιμος.