γραμματοφύλαξ
From LSJ
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, A recorder, registrar, IG5(1).32B17 (Sparta), OGI229.51 (Smyrna), Test.Epict.8.27.
German (Pape)
[Seite 504] ακος, ὁ, Schriftwart, Archivar, Inscr. u. K. S.
Greek (Liddell-Scott)
γραμματοφύλαξ: -ᾰκος, ὁ, ὁ φυλάττων γράμματα, γραμματικός, ἀρχειοφύλαξ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1239. 17., 1240. 29, πρβλ. B öckh σ. 608.
Spanish (DGE)
-ακος, ὁ
archivero, IMSipylos 1.51 (III a.C.), IG 12(3).330C.279 (Tera III a.C.), IClaros P.5.50 (II a.C.), IG 5(1).32b.17 (Esparta II d.C.), Socr.Sch.HE 1.19.