δειροκύπελλον
From LSJ
τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings
English (LSJ)
[ῠ], τό, A long-necked cup, Luc.Lex.7.
German (Pape)
[Seite 541] τό, ein langhalsiger Pokal, Luc. Lexiph. 7.
Greek (Liddell-Scott)
δειροκύπελλον: τό, ποτήριον μετὰ μακροῦ λαιμοῦ, Λουκ. Λεξιφ. 7.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
vase à long col.
Étymologie: δειρή, κύπελλον.
Spanish (DGE)
-ου, τό
vaso de cuello largo Luc.Lex.7, cf. Sch.ad loc.
Greek Monolingual
δειροκύπελλον, το (Α)
ποτήρι με μακρύ λαιμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δειρή + κύπελλον.
Russian (Dvoretsky)
δειροκύπελλον: τό кубок с длинным горлом Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δειροκύπελλον -ου, τό [δέρη, κύπελλον] (trechtervormige) beker met lange hals.