δαιμονισμός
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
English (LSJ)
ὁ, demoniac possession, Vett. Val.2.18.
Greek (Liddell-Scott)
δαιμονισμός: ὁ, =δαιμονοληψία, Ὠριγέν. Κέλσ. 8, 66, καὶ σ. 417.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
posesión demoníaca πάθη δαιμονισμοῦ Vett.Val.2.16, ἀπὸ δαιμονισμοῦ ἔσθ' ὅτε ἀναφέρουσιν Origenes Cels.8.66.
Greek Monolingual
ο (AM δαιμονισμός) δαιμονίζομαι
το να κατέχεται κάποιος από δαίμονα.