Ληναγέτας

From LSJ
Revision as of 10:29, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ληνᾱγέτας Medium diacritics: Ληναγέτας Low diacritics: Ληναγέτας Capitals: ΛΗΝΑΓΕΤΑΣ
Transliteration A: Lēnagétas Transliteration B: Lēnagetas Transliteration C: Linagetas Beta Code: *lhnage/tas

English (LSJ)

α, ὁ, (Λῆναι) leader of Bacchanals, θοᾶν Ληναγέτα Βακχᾶν BMus.Inscr.902 (Halic., iii B.C.).

Greek Monolingual

Ληναγέτας, ὁ (Α)
ο αρχηγός της πομπής τών Βακχών που βρίσκονταν σε έκσταση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Λῆναι + -ᾱγέτας (δωρ. τ. του -αγέτης< ἄγω). Το -- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].