ξυλισάμενοι ὀλίγα κομμάτια → having gathered a few pieces of wood
Full diacritics: Σαννίδωρος | Medium diacritics: Σαννίδωρος | Low diacritics: Σαννίδωρος | Capitals: ΣΑΝΝΙΔΩΡΟΣ |
Transliteration A: Sannídōros | Transliteration B: Sannidōros | Transliteration C: Sannidoros | Beta Code: *sanni/dwros |
ὁ, Epicurus' nickname for Antidorus, Epicur.Fr.4.
ὁ, Α
περιπαικτικό παρωνύμιο του Επικούρου αντί του Αντίδωρος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < σαίνω με εκφραστικό διπλασιασμό του -ν- (πρβλ. σάννας, σάννιον) + -δωρος (< δῶρον)].