αιδοίο

From LSJ
Revision as of 11:56, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482

Greek Monolingual

το (Α αἰδοῖον)
νεοελλ.
το σύνολο τών εξωτερικών γεννητικών οργάνων της γυναίκας
αρχ.
1. συν. στον πληθ. τὰ αἰδοῖα
τα γεννητικά όργανα του άνδρα ή της γυναίκας
2. αἰδοῖον θαλάσσιον
είδος θαλάσσιου ζώου, πιθ. το λατ. pennatula.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ουδ. του επιθ. αἰδοῖος που χρησιμοποιήθηκε ως ουσ.
ΠΑΡ. αιδοιικός, αρχ. αἰδοιώδης, νεοελλ. αιδοιίτιδα.
ΣΥΝΘ. αρχ. αἰδοιολείκτης
νεοελλ.
αιδοιογραφία, αιδοιοδυνία, αιδοιοκολπικός, αιδοιολογία].