αἰδοιώδης
From LSJ
English (LSJ)
αἰδοιῶδες, like the αἰδοῖα, Arist.HA541b8, Thphr. HP 3.7.4, 8.2.1
Spanish (DGE)
-ες
parecido al pene αἰδοιῶδές τι una especie de pene Arist.HA 541b8, cf. Thphr.HP 3.7.4, 8.2.1, Ath.317d.
Greek (Liddell-Scott)
αἰδοιώδης: -ες, (εἶδος) =ὅμοιος τοῖς αἰδοίοις, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 6, 3.
Russian (Dvoretsky)
αἰδοιώδης: похожий на половой орган Arst.