διαστύφομαι
From LSJ
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
English (LSJ)
[ῡ], aor. -εστύφθην, A become constipated, Hippiatr.35.
Greek Monolingual
διαστύφομαι (Α) [[στύφομαι, στύφω]]
πάσχω από δυσκοιλιότητα.