διαπειράζω

From LSJ
Revision as of 15:25, 20 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " LXX " to " LXX ")

Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist

Menander, Monostichoi, 106
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπειράζω Medium diacritics: διαπειράζω Low diacritics: διαπειράζω Capitals: ΔΙΑΠΕΙΡΑΖΩ
Transliteration A: diapeirázō Transliteration B: diapeirazō Transliteration C: diapeirazo Beta Code: diapeira/zw

English (LSJ)

A tempt, make trial of, τινά LXX 3 Ma. 5.40. II attempt, try, c. inf., J.AJ15.4.2.

Greek (Liddell-Scott)

διαπειράζω: δοκιμάζω, τινὰ Ἑβδ. (3 Μακκ. ε', 40). ΙΙ. κάμνω ἀπόπειραν, δοκιμάζω, μετ᾿ ἀπαρ., Ἰώσηππ. Ι. Ἀρχ. 15. 4, 2.

Spanish (DGE)

1 poner a prueba ἡμᾶς LXX 3Ma.5.40, en or. c. εἰ: ἔστησεν αὐτὴν ... χαμαί, διαπειρᾶσαι εἰ ἵσταται la puso en el suelo para probar si se tenía de pie, Proteu.6.1
tentar σφῆλαι ... τινὰς ἀπίστους Thdt.HE 5.10.3.
2 intentar διεπείραζεν εἰς συνουσίαν ἐλθεῖν τῷ βασιλεῖ (Cleopatra) intentó acostarse con el rey (Herodes), I.AI 15.97.

Greek Monolingual

διαπειράζω (Α) πειράζω
1. δοκιμάζω
2. επιχειρώ, κάνω απόπειρα.