εἰσεῖδον
From LSJ
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
English (LSJ)
Ep. εἴσῐδον and in Med. form εἰσῐδόμην, v. εἰσοράω.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
εἰσεῖδον: Ἐπ. εἴσῐδον καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ εἰσῐδόμην, ἴδε ἐν λ. εἰσοράω.
French (Bailly abrégé)
v. εἰσοράω.
English (Autenrieth)
see εἰσοράω.
Spanish (DGE)
v. εἰσοράω.
Greek Monolingual
εἰσεῑδον και εἴσιδον (Α)
αόρ. του ρ. εισορώ.
Greek Monotonic
εἰσεῖδον: Επικ. -ίδον, χρησιμ. ως αόρ. βʹ του εἰσοράω.
Russian (Dvoretsky)
εἰσεῖδον: aor. 2 к εἰσοράω.