εὐολίσθητος
From LSJ
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
English (LSJ)
ον, easily slipping, unsteady, Iamb. Protr.21.κ.
German (Pape)
[Seite 1085] = Folgdm, καὶ εὐανάτρεπτος, Iambl.
Greek (Liddell-Scott)
εὐολίσθητος: -ον, = τῷ ἑπομ., Ἰαμβλ. Προτρ. 352.
Greek Monolingual
εὐολίσθητος, -ον (Α)
αυτός που γλιστράει εύκολα, ο ασταθής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ολισθητος (< ολισθάνω)].