εὐπερίοπτος
From LSJ
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
English (LSJ)
ον, A easily slighted, despicable, ἀρχή Plb.Fr.157.
German (Pape)
[Seite 1088] ringsherum sichtbar, Pol. frg. bei Suid.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπερίοπτος: -ον, = εὐκαταφρόνητος, Πολυβ. Ἀποσπ. 30.
Greek Monolingual
εὐπερίοπτος, -ον (Α)
ευκαταφρόνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί-οπτος «καταφανής, εξέχων», με σημασιολ. επίδραση επιθέτων αντίστοιχης σημασίας (π.χ. ευκαταφρόνητος)].
Russian (Dvoretsky)
εὐπερίοπτος: тот, которым легко пренебречь, достойный презрения Polyb.