εὐπερίοπτος

From LSJ
Revision as of 10:54, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπερίοπτος Medium diacritics: εὐπερίοπτος Low diacritics: ευπερίοπτος Capitals: ΕΥΠΕΡΙΟΠΤΟΣ
Transliteration A: euperíoptos Transliteration B: euperioptos Transliteration C: efperioptos Beta Code: eu)peri/optos

English (LSJ)

ον, A easily slighted, despicable, ἀρχή Plb.Fr.157.

German (Pape)

[Seite 1088] ringsherum sichtbar, Pol. frg. bei Suid.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπερίοπτος: -ον, = εὐκαταφρόνητος, Πολυβ. Ἀποσπ. 30.

Greek Monolingual

εὐπερίοπτος, -ον (Α)
ευκαταφρόνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί-οπτος «καταφανής, εξέχων», με σημασιολ. επίδραση επιθέτων αντίστοιχης σημασίας (π.χ. ευκαταφρόνητος)].

Russian (Dvoretsky)

εὐπερίοπτος: тот, которым легко пренебречь, достойный презрения Polyb.