εὐπερίκοπτος
From LSJ
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
English (LSJ)
ον, A suffering importunity readily, εὐ. τὰς ἐντεύξεις waiving ceremony in his address, Plb.11.10.3.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπερίκοπτος: -ον, ἀποκόπτων τὴν τυπικότητα, ἁπλοῦς, εὐπ. τὰς ἐντεύξεις, ἀποφεύγων τὰς μακρολογίας καὶ τυπικὰς ἐκφράσεις, Πολύβ. 11. 10, 3.
Russian (Dvoretsky)
εὐπερίκοπτος: круто обрывающий, отклоняющий (τὰς ἐντεύξεις Polyb.).