θυσιουργός
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
English (LSJ)
ὁ, A sacrificer, slaughterer, Ptol.Tetr.179.
German (Pape)
[Seite 1228] opfernd, Ptolem.
Greek Monolingual
θυσιουργός, -όν (Α)
αυτός που τελεί θυσίες, ο θυσιαστής, ο θύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυσία + -ουργός (< έργον), πρβλ. δημι-ουργός, στιχ-ουργός].