καλλικέρας
From LSJ
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
English (LSJ)
καλλικέρα, A with beautiful horns, δάμαλις B.18.24.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλλικέρας -α [καλός, κέρας] met mooie horens.