Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καλοειδής

From LSJ
Revision as of 13:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Οὐπώποτ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν → Numquam probarim sumptuosum mortuum → Nie preis ich einen Toten selbst im Prachtgewand

Menander, Monostichoi, 411
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλοειδής Medium diacritics: καλοειδής Low diacritics: καλοειδής Capitals: ΚΑΛΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kaloeidḗs Transliteration B: kaloeidēs Transliteration C: kaloeidis Beta Code: kaloeidh/s

English (LSJ)

ές, A of beautiful form, στροφαί Sopat.in Rh.8.56 W.

German (Pape)

[Seite 1312] ές, von schöner Art, Rhett. VIII, 56.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰλοειδής: -ές, ἀνήκων εἰς καλὸν εἶδος, Σώπατρ. ἐν Ρήτορσιν (Walz) 8. 56, 14.

Greek Monolingual

-ές (Α καλοειδής, -ες)
ωραίος στη μορφή
νεοελλ.
αυτός που ανήκει σε καλό, σε ωραίο είδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -ειδής (< εἶδος), πρβλ. κακο-ειδής, μακρο-ειδής].