καμινευτικός

From LSJ
Revision as of 17:50, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμῑνευτικός Medium diacritics: καμινευτικός Low diacritics: καμινευτικός Capitals: ΚΑΜΙΝΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kamineutikós Transliteration B: kamineutikos Transliteration C: kamineftikos Beta Code: kamineutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for a furnace, Suid. s.v. κοδομήϊον.

German (Pape)

[Seite 1317] = καμινιαῖος, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

καμῑνευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κάμινον, Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (Α καμινευτικός, -ή, -όν) καμινεύω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καμίνευση, αυτός που συντελεί στην τήξη τών μετάλλων.