καταμώκησις
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
εως, ἡ, mockery, Plb.12.26c.1, Ath.2.55d.
German (Pape)
[Seite 1364] ἡ, das Verspotten, Verlachen, Ath. II, 55 d.
Greek (Liddell-Scott)
καταμώκησις: -εως, ἐμπαιγμός, σκῶψις, κατάγελως, Ἀθήν. 55D.
Greek Monolingual
καταμώκησις, ἡ (Α) καταμωκώμαι
χλευασμός, εμπαιγμός.