κατακονδύλιστος
From LSJ
Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich
English (LSJ)
ον, well cuffed, Hsch.s.v. ἐπικόρριστον.
Greek Monolingual
κατακονδύλιστος, -ον (Α) κατακονδυλίζω
ο γρονθοχτυπημένος αγρίως.