κατακόλουθος

Revision as of 13:24, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ον, A following, of persons, c. dat., Vett.Val.220.4; of things, Id.125.31.

Greek Monolingual

κατακόλουθος, -ον (Α)
αυτός που ακολουθεί, ο επόμενος.
επίρρ...
κατακόλουθα και κατακούλιθα (Μ)
κατόπιν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -ακόλουθος (< ἀκόλουθος), πρβλ. αν-ακόλουθος, επ-ακόλουθος].