κατακόλουθος

From LSJ

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακόλουθος Medium diacritics: κατακόλουθος Low diacritics: κατακόλουθος Capitals: ΚΑΤΑΚΟΛΟΥΘΟΣ
Transliteration A: katakólouthos Transliteration B: katakolouthos Transliteration C: katakolouthos Beta Code: ka/tos

English (LSJ)

κατακόλουθον, following, of persons, c. dat., Vett.Val.220.4; of things, Id.125.31.

Greek Monolingual

κατακόλουθος, -ον (Α)
αυτός που ακολουθεί, ο επόμενος.
επίρρ...
κατακόλουθα και κατακούλιθα (Μ)
κατόπιν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -ακόλουθος (< ἀκόλουθος), πρβλ. ανακόλουθος, επακόλουθος].