κατατιτράω
From LSJ
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
English (LSJ)
A v. κατατετραίνω.
Greek (Liddell-Scott)
κατατιτράω: μεταγεν. τύπος τοῦ κατατετραίνω, Γαλην. 13. 10.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
pf. Pass. κατατέτρημαι;
trouer, percer, acc..
Étymologie: κατά, τιτράω.
Russian (Dvoretsky)
κατατιτράω: просверливать, пробуравливать (τὴν σάρκα Plut.): σήραγγας ἔχειν κατατετρημένας Plat. быть пронизанным каналами, иметь полости.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-τιτράω doorboren.