κατηγορουμένως
From LSJ
English (LSJ)
v. κατηγορέω 111.2.
Greek Monolingual
κατηγορουμένως (Α)
επίρρ. κατηγορηματικά, απερίφραστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ενεστ. κατηγορούμενος του ρ. κατηγοροῦμαι].
Full diacritics: κατηγορουμένως | Medium diacritics: κατηγορουμένως | Low diacritics: κατηγορουμένως | Capitals: ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΩΣ |
Transliteration A: katēgorouménōs | Transliteration B: katēgoroumenōs | Transliteration C: katigoroumenos | Beta Code: kathgoroume/nws |
v. κατηγορέω 111.2.
κατηγορουμένως (Α)
επίρρ. κατηγορηματικά, απερίφραστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ενεστ. κατηγορούμενος του ρ. κατηγοροῦμαι].